
Η 11η Δράση Αλληλεγγύης στο Μόναχο: Μια γιορτή ανθρωπιάς στην καρδιά της Ευρώπης
16. Νοεμβρίου 2025Μια βραδιά μνήμης και ευγνωμοσύνης

Η Ελένη Τσακμάκη (και όχι μόνο) και η σιωπηλή δύναμη των πρώτων “Gastarbeiter”
Στην ιστορική αίθουσα Max-Joseph-Saal της Residenz του Μονάχου, όπου η πολυτέλεια συναντά την ιστορική μνήμη, η 70ή επέτειος της πρώτης Συμφωνίας Πρόσληψης Εργαζομένων δεν ήταν απλώς μια τελετή· ήταν μια εξομολόγηση γενεών. Ανάμεσα στους τιμώμενους, η Ελληνίδα συγγραφέας Ελένη Τσακμάκη έγινε η ψυχή της βραδιάς – μια ζωντανή μάρτυρας μιας εποχής που άλλαξε για πάντα την ευρωπαϊκή ιστορία.

Η φωνή της, σταθερή αλλά βαθιά συναισθηματική, έφερε πίσω εικόνες μιας Ελλάδας χωρίς δουλειές, χωρίς προοπτική, όπου –όπως είπε– «δεν υπήρχε μέλλον για τους νέους». Με δύο μικρά παιδιά στην αγκαλιά, πήρε τον δρόμο της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω όχι απλώς μια χώρα, αλλά μια ολόκληρη ζωή.
Ήταν η εποχή που η Γερμανία ζητούσε εργατικά χέρια, και οι Έλληνες –όπως τόσοι άλλοι Ευρωπαίοι– έφερναν μαζί τους όχι μόνο δύναμη και μόχθο, αλλά και όνειρα. «Ήρθαμε για λίγο, και το λίγο έγινε μια ζωή», είπε συγκινημένη.
Το μεγαλύτερο τραύμα: τα παιδιά που έμειναν πίσω
Η πιο δύσκολη στιγμή της ομιλίας της ήταν όταν μίλησε για τα παιδιά της. Για εκείνα τα πρώτα χρόνια όπου οι ξενιτεμένοι γονείς δούλευαν εξαντλητικά, ενώ οι γιαγιάδες και οι θείες στην Ελλάδα μεγάλωναν τα μικρά. «Ήταν αδύνατο να τα πάρω μαζί μου τότε… και πονάει πολύ όταν ένα παιδί δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να είναι με τη μητέρα του», είπε με φωνή που ράγισε για μια στιγμή την τελετουργική ατμόσφαιρα της αίθουσας.

Το κοινό σώπασε. Άνθρωποι δεύτερης και τρίτης γενιάς, που είχαν ζήσει παρόμοιες ιστορίες, έγνεφαν καταφατικά. Για πολλούς, οι λέξεις της αναβίωσαν μνήμες που δεν είχαν ειπωθεί ποτέ δημόσια.
Η μετανάστευση ως πληγή – και ως θεραπεία
Η Ελένη Τσακμάκη δεν μίλησε μόνο για τις δυσκολίες. Μίλησε και για τη σιωπή. Για την ανάγκη των γυναικών εκείνης της εποχής να καταπιέζουν τον πόνο τους, να μην μιλούν για το τραύμα τους.
«Στα 54 μου χρόνια έβαλα για πρώτη φορά το χέρι στην καρδιά και στο χαρτί», είπε. Έγραψε δύο βιβλία για να θεραπεύσει τον εαυτό της, κι έπειτα άλλα τόσα για να δώσει φωνή σε όσους έμειναν σιωπηλοί. «Η ιστορία της μετανάστευσης», είπε, «δεν είναι μόνο δική μας. Είναι και γερμανική ιστορία. Είναι ευρωπαϊκή ιστορία».

Τα λόγια της άλλαξαν τον τόνο της βραδιάς. Η εκδήλωση δεν ήταν πλέον εορτασμός μιας παλιάς συμφωνίας, αλλά μια συλλογική αναγνώριση: τίποτα από όσα χτίστηκαν στη μεταπολεμική Γερμανία δεν θα ήταν δυνατό χωρίς αυτούς τους ανθρώπους.
Η επόμενη γενιά: μια ιστορία που συνεχίζεται
Ο Υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας μίλησε για το χρέος της κοινωνίας να μην ξεχνά. Αλλά η αληθινή δύναμη της βραδιάς ήρθε από τον διάλογο των γενεών: τον αστυνομικό Oliver Penonic, τη δημοσιογράφο Ornella Cosenza, και –στο επίκεντρο– την Ελένη Τσακμάκη, που μέσα από την προσωπική της ιστορία φώτισε μια ολόκληρη εποχή.

Οι νεότεροι μίλησαν για την υπερηφάνεια που νιώθουν για τους γονείς και τους παππούδες τους. Για το βάρος αλλά και το δώρο της διπλής ταυτότητας. Για το δικαίωμα να ανήκεις σε περισσότερους από έναν τόπους.
Κι όταν ζητήθηκε από την Ελένη να αφήσει ένα μήνυμα στις επόμενες γενιές, η απάντησή της ήταν απλή και βαθιά ανθρώπινη:
«Να έχουμε αγάπη. Να είμαστε ενωμένοι. Να μην υπάρχει ρατσισμός για όσους έρχονται από αλλού. Όλοι είμαστε άνθρωποι και όλοι δικαιούμαστε σεβασμό».
Μια βραδιά που έγινε υπόσχεση
Η βραδιά έκλεισε με ένα αίσθημα συγκίνησης, αλλά και με μια υπόσχεση: ότι η ιστορία των Gastarbeiter δεν θα χαθεί. Ότι οι θυσίες, τα δάκρυα, οι χαμένες αγκαλιές, τα όνειρα που θυσιάστηκαν και τα νέα που δημιουργήθηκαν θα συνεχίσουν να μιλούν μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που ήρθαν – και των παιδιών τους που συνεχίζουν.

Και στο κέντρο όλων, η Ελένη Τσακμάκη: μια γυναίκα της πρώτης γενιάς που με αξιοπρέπεια, δύναμη και αλήθεια τίμησε όχι μόνο τη δική της ζωή, αλλά και τη ζωή χιλιάδων άλλων που περπάτησαν τον ίδιο δρόμο.










