
5 Δεκεμβρίου: Παγκόσμια ημέρα εθελοντισμού:
5. Δεκεμβρίου 2025Παύλος Σιδηρόπουλος: 35 χρόνια χωρις τον πρίγκιπα του ελληνικού ροκ

«Αν θες να με σκοτώσεις πάρε μου το rock n roll». Τάδε έφη Παύλος Σιδηρόπουλος
Η 6η Δεκεμβρίου είναι μια ημερομηνία που βαραίνει πάντα για όσους αγάπησαν το ελληνικό ροκ. Είναι η μέρα που το 1990 έφυγε από τη ζωή ο Παύλος Σιδηρόπουλος, μια μορφή σχεδόν μυθική, ένας άνθρωπος που συνδύασε την επαναστατικότητα του ροκ με την ελληνική ποιητική παράδοση και άφησε πίσω του ένα έργο που ακόμη συγκινεί, εμπνέει και… καίει.
Ρίζες που γεννούν ανήσυχα πνεύματα
Γεννημένος στην Αθήνα το 1948, ο Σιδηρόπουλος κουβαλούσε στο αίμα του έναν ιδιότυπο συνδυασμό καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον γεμάτο τέχνη, σκέψη και αντιρρήσεις. Ίσως γι’ αυτό να ένιωθε πως μέσα του συνυπήρχαν δύο κόσμοι: ο ροκ χαρακτήρας που ήθελε να φωνάξει και ο σκεπτικιστής που παρατηρούσε τα πάντα από απόσταση.
Τα πρώτα βήματα και η αναζήτηση
Η Θεσσαλονίκη των φοιτητικών του χρόνων στάθηκε καθοριστική. Εκεί, παρέα με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, δημιουργεί το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας» και κάνει τα πρώτα βήματα σε μια εποχή όπου το ροκ στη χώρα μας ήταν ακόμη άγουρο αλλά γεμάτο υποσχέσεις. Λίγο αργότερα ενώνεται με τα θρυλικά «Μπουρμπούλια», σε μια συνεργασία που άφησε χαρακτηριστικά τραγούδια και μια έντονη παρουσία στις σκηνές της εποχής.
Παράλληλα, η συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ανοίγει ένα διαφορετικό μονοπάτι. Η φωνή του δένει με τον ήχο του συνθέτη, δείχνοντας μια πλευρά του Σιδηρόπουλου πιο λυρική, πιο θεατρική και πιο ώριμη.
Η έκρηξη του “Φλου” και η εποχή Σπυριδούλα
Το 1976 δημιουργεί με τους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο το συγκρότημα Σπυριδούλα. Ο δίσκος «Φλου», που κυκλοφορεί λίγο αργότερα, θεωρείται σήμερα ίσως η κορυφαία στιγμή της ελληνικής ροκ δισκογραφίας. Ωστόσο τότε δεν γνώρισε άμεση επιτυχία — κάτι που δεν εμπόδισε το έργο να περάσει σταδιακά από στόμα σε στόμα, να γίνει ύμνος μιας γενιάς και να κατακτήσει τελικά τη θέση που του αξίζει.
Με το συγκρότημα Σπυριδούλα, ο Σιδηρόπουλος αποκαλύπτει όλη τη γκάμα του: ωμή ενέργεια, ποίηση, κοινωνικό σχόλιο και έναν ήχο που παντρεύει το ελληνικό ταμπεραμέντο με το δυτικό ροκ.
«Απροσάρμοστος» μέχρι τέλους
Από το 1980 και μετά, με τους Απροσάρμοστους, ο Παύλος θα βρει εκείνη την μπάντα που θα πορευτεί μαζί του σχεδόν μέχρι το τέλος. Είναι η εποχή των δίσκων «Εν Λευκώ», «Zorba the Freak» και «Χωρίς Μακιγιάζ». Η λογοκρισία, οι συγκρούσεις, οι έντονες συναυλίες, οι υπόγειοι χώροι και ο διαρκής αγώνας για έκφραση χαρακτηρίζουν αυτά τα χρόνια. Το ροκ του Σιδηρόπουλου δεν είναι απλώς είδος — είναι στάση ζωής.
Ο Παύλος στον κινηματογράφο
Η σκηνική του παρουσία και η εκφραστικότητα της φωνής του τον οδήγησαν και στον κινηματογράφο. Το 1979 πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ο Ασυμβίβαστος», χαρίζοντας στο ελληνικό ροκ ένα από τα πλέον διαχρονικά τραγούδια, το «Να μ’ αγαπάς». Ακολουθούν μικρότερες εμφανίσεις, που επιβεβαιώνουν πως είχε ένα ιδιαίτερο, αντισυμβατικό ταλέντο και σε αυτό το πεδίο.
Ένας άνθρωπος ευαίσθητος, επιρρεπής, γενναιόδωρος
Η ζωή του ήταν γεμάτη εντάσεις — προσωπικές, καλλιτεχνικές, συναισθηματικές. Στις γυναίκες έβλεπε έμπνευση και καθρέφτη, ενώ στις ανθρώπινες σχέσεις αναζητούσε αλήθεια και βαθύ συναίσθημα. Ήταν ένας άνθρωπος που πάλευε διαρκώς με τον εαυτό του και τα όριά του, χωρίς να φοβάται να δείξει τις πληγές του.

Το τέλος μιας ανήσυχης πορείας
Στις 6 Δεκεμβρίου 1990, μόλις 42 ετών, ο Παύλος Σιδηρόπουλος φεύγει ξαφνικά από τη ζωή. Η είδηση πέφτει σαν ηλεκτρικό σοκ στη μουσική σκηνή. Ο «Πρίγκιπας της ελληνικής ροκ», ο άνθρωπος που δεν πρόλαβε να γεράσει, παραμένει από τότε σύμβολο μιας ολόκληρης κουλτούρας.
Η κληρονομιά που δεν ξεθωριάζει
Τα τραγούδια του, από το «Μπάμπης ο Φλου» μέχρι το «Αντεργκράουντ με στρας» και από το «Η» μέχρι το «Να μ’ αγαπάς», παραμένουν ζωντανά. Είναι τραγούδια αληθινά, σκληρά, ευαίσθητα, γεμάτα εικόνες και καταστάσεις που ακόμη μιλούν σε νέους ανθρώπους.
Περισσότερο από μουσικός, ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν μια στάση ζωής. Ασυμβίβαστος, παθιασμένος, ποιητικός, ειλικρινής. Και ίσως γι’ αυτό, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του, το όνομά του εξακολουθεί να έχει μια σπίθα που δύσκολα βρίσκεις αλλού.

Κάποιοι τον θυμόμαστε με νοσταλγία τόσο στα Εξάρχεια ανέμελο, όσο και αργότερα στο “Κύτταρο” και όπου αλλού εμφανιζόταν κατά καιρούς.

