
Electrolytes: Η τετράδα που ηλεκτρίζει το Μόναχο – Νέος δίσκος στις 12/12/2025!!!
20. Νοεμβρίου 2025Σαν ψίθυρος Πατρίδας: 100 χρόνια Μίκη Θεοδωράκη στο Gasteig

Χθες το βράδυ, στο Gasteig, άνοιξε μια χαραμάδα φωτός που έμοιαζε να οδηγεί κατευθείαν στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης και η ορχήστρα του στάθηκαν στη σκηνή σαν φύλακες μιας μυστικής τελετής, ενώ οι φωνές του Δημήτρη Μπάση, της Σοφίας Μανουσάκη και της Νεφέλης Φασουλή απλώθηκαν πάνω από το κοινό σαν ανάσα θαλασσινή, απαλή και ταυτόχρονα βαθιά.
Η πρώτη θεματική ενότητα της βραδιάς ήταν αφιερωμένη στις εκτελέσεις από την ταινία Αλέξης Ζορμπάς, όπως δεν τις έχεις ξανακούσει. Ήταν σαν να παρακολουθούσες την ταινία για πρώτη φορά, αλλά όχι με μάτια — με αυτιά. Κάθε νότα, κάθε μελωδία, κάθε ρυθμός αναδύθηκε με μια δύναμη και μια ευαισθησία που σε έκανε να νιώσεις το φως του ελληνικού ήλιου, την άμμο στα πόδια σου και τη θάλασσα να σε περιτριγυρίζει, ακόμα κι αν βρισκόσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα.
Η δεύτερη θεματική ενότητα έφερε στη σκηνή αξεχαστες επιτυχίες του Μίκη Θεοδωράκη — τραγούδια που όλοι μας, κάποια στιγμή, έχουμε σιγοτραγουδήσει. Ήταν εκείνα τα κομμάτια που συνοδεύουν τις πιο βαθιές μας μνήμες. Κάθε ρεφρέν ξυπνούσε εικόνες, χρώματα και συναισθήματα που νόμιζες πως είχες ξεχάσει, αλλά που ο Θεοδωράκης, με αυτόν τον μοναδικό του τρόπο, ξαναζωντάνευε μπροστά στα μάτια και τις καρδιές μας.
Μέσα σε μιά σχεδόν κατάμεστη αίθουσα, 1.500 καρδιές χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό. Άνθρωποι διαφορετικοί, Έλληνες και Γερμανοί, ένιωθαν για λίγο πως ένα αόρατο νήμα τους ένωνε, αυτό που εδώ και έναν αιώνα χωρά ολόκληρη την Ελλάδα μέσα σε λίγες νότες — το φως της, τη λύπη της, το παράπονό της, τη δύναμή της.
Και όταν και αυτή η τελευταία μελωδία έσβησε, κανείς δεν έφυγε πραγματικά. Ο καθένας πήρε μαζί του μια μικρή φωτεινή σπίθα: ένα στίχο που άγγιξε την καρδιά, ένα βλέμμα που ένιωσε συγγένεια, μια αίσθηση πως για λίγο η πατρίδα είχε καθίσει δίπλα του. Μια Ελλάδα που χωρούσε στις καρδιές και στις σκέψεις όσων αποχωρούσαν από την αίθουσα.
Και εκεί, στο απαλό τέλος της νύχτας, το πνεύμα του Θεοδωράκη ψιθύριζε ακόμη ανάμεσα στις θέσεις και στους διαδρόμους την τελευταία, διαχρονική παράκληση:
«Μη παρακαλώ σας μη, λησμονάτε την χώρα μου.»

